κτίζω

κτίζω
κτίζω (s. three next entries) 1 aor. ἔκτισα; pf. inf. ἐκτικέναι (Just., D. 41, 1). Pass.: fut. κτισθήσομαι LXX; 1 aor. ἐκτίσθην; pf. ἔκτισμαι (Hom.+) to bring someth. into existence, create, in our lit. of God’s creative activity (LXX, pseudepigr.; Eupolem. Hist. [II B.C.]: 723 Fgm. 2, 31 Jac. [in Eus., PE 9, 31]; Philo, Decal. 97; Jos., Bell. 3, 369; 379, Ant. 1, 27; Just.; SibOr 3, 20; IDefixWünsch 4, 1; PGM 5, 98ff) τὶ someth. 1 Ti 4:3. κτίσιν Mk 13:19. τὸν οὐρανὸν καὶ τὰ ἐν αὐτῷ the heaven and what is in it Rv 10:6. δημιουργὸν … ᾧ τοὺς οὐρανοὺς ἔκτισεν through whom (God) created the heavens Dg 7:2 (on the dat. s. Kühner-G. §425, 7; cp. Menand., Dyscolus 156). τὰ πάντα (Herm. Wr. 13, 17) 4:11a; D 10:3; cp. Rv 4:11b. ὁ θεὸς ὁ τὰ πάντα κτίσας Eph 3:9; Hm 1:1; cp. Hs 5, 5, 2. Pass. Col 1:16ab (cp. ἐν 4a). ὁ θεὸς κτίσας ἐκ τοῦ μὴ ὄντος τὰ ὄντα what is from what is not Hv 1, 1, 6 (cp. Iren. 4, 38, 3 [Harv. II 295, 9]). τὸν κόσμον Hv 1, 3, 4. τὸν κόσμον ἕνεκα τοῦ ἀνθρώπου m 12, 4, 2. τὰ ἔθνη Hs 4:4. τὸν λαόν Hs 5, 6, 2. τὴν οἰκουμένην 1 Cl 60:1 (cp. Ps 88:12). Pass. ἐκτίσθη ἀνήρ 1 Cor 11:9. τῶν ὑπὸ τοῦ θεοῦ κτισθέντων … καλῶς κτισθέντα Dg 4:2. στοιχείων … ἐκτισμένων 8:2. Of the Christian community imaged as transcending time πάντων πρώτη ἐκτίσθη Hv 2, 4, 1; πρὸ ἡλίου καὶ σελήνης ἐκτισμένης 2 Cl 14:1 (cp. Ps 71:5). Of the angels οἱ πρῶτοι κτισθέντες v 3, 4, 1; Hs 5, 5, 3. Abs. ὁ κτίσας the Creator (Jos., Bell. 3, 354) Ro 1:25; Mt 19:4 (v.l. ποιήσας). ὁ τὰ πάντα κτίσας the Creator of the universe Hs 7:4 (PGM 13, 62 τὸν πάντα κτίσαντα; 983).—Also of the Spirit τὸ πνεῦμα τὸ κτίσαν πᾶσαν τὴν κτίσιν Hs 5, 6, 5.—Of the divine creative activity w. regard to the inner life: of pers. who were κτισθέντες ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἐπὶ ἔργοις ἀγαθοῖς created (by God) in Christ Jesus for good deeds Eph 2:10. In ref. to Gen 1:26f: ἵνα τοὺς δύο κτίσῃ ἐν αὐτῷ εἰς ἕνα καινὸν ἄνθρωπον in order that he (Christ) might make them both (Israelites and non-Israelites) one new being (or humanity) in him vs. 15; τὸν καινὸν ἄνθρωπον τὸν κατὰ θεὸν κτισθέντα ἐν δικαιοσύνῃ the new being, created in the likeness of God in righteousness 4:24. Corresp. τὸν νέον (ἄνθρωπον) τὸν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατʼ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν the new being, renewed in knowledge according to the image of its Creator Col 3:10. ἐγενόμεθα καινοί, πάλιν ἐξ ἀρχῆς κτιζόμενοι we became new, created again from the beginning B 16:8. καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί 1 Cl 18:10 (Ps 50:12). τῷ θεῷ τῷ κτίσαντι ἡμᾶς 2 Cl 15:2. Fig. ὁ … κτίσας τὸ δένδρον τοῦτο Hs 8, 2, 9 (cp. 8, 3, 2). S. on ἐκλογή, end, and Teschendorf under γίνομαι 2a.—PKatz, The mng. of the root קנה: JJS 5, ’54, 126–31.—DELG. M-M. TW. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κτίζω — people pres subj act 1st sg κτίζω people pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίζω — → δες χτίζω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κτίζω — και χτίζω έκτισα και έχτισα, κτίστηκα και χτίστηκα, κτισμένος και χτισμένος 1. οικοδομώ. 2. φράζω με τοίχο. 3. ιδρύω πόλη. 4. δημιουργώ από το μηδέν: Ο Θεός έκτισε τον κόσμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κτίζω — και χτίζω (AM κτίζω) 1. (για πόλη) ανεγείρω, ιδρύω, θεμελιώνω (α. «κτιζομένη πόλις», Φιλόδ. β. «ο Μέγας Αλέξανδρος έκτισε την Αλεξάνδρεια» γ. «Πάμμιλον πέμψαντες Σελινοῡντα κτίζουσι», Θουκ. δ. «Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφώνος κτισθεῑσαν», Ηρόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • κτίζον — κτίζω people pres part act masc voc sg κτίζω people pres part act neut nom/voc/acc sg κτίζω people imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κτίζω people imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκτισμένα — κτίζω people perf part mp neut nom/voc/acc pl κεκτισμένᾱ , κτίζω people perf part mp fem nom/voc/acc dual κεκτισμένᾱ , κτίζω people perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίζεσθε — κτίζω people pres imperat mp 2nd pl κτίζω people pres ind mp 2nd pl κτίζω people imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίζῃ — κτίζω people pres subj mp 2nd sg κτίζω people pres ind mp 2nd sg κτίζω people pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίσαι — κτίζω people aor imperat mid 2nd sg κτίζω people aor inf act κτίσαῑ , κτίζω people aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίσον — κτίζω people aor imperat act 2nd sg κτίζω people fut part act masc voc sg κτίζω people fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίσσαι — κτίζω people aor imperat mid 2nd sg (epic) κτίζω people aor inf act (epic) κτίσσαῑ , κτίζω people aor opt act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”